κοιλιακόν

κοιλιακόν
κοιλιακός
of the bowels
masc acc sg
κοιλιακός
of the bowels
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοιλιακός — ή, ό (AM κοιλιακός, ή, όν) [κοιλία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων τής κοιλιακής κοιλότητας β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῑς και κοιλιακοῑς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • ζαλίζω — (Μ ζαλίζω) [ζάλη] 1. προξενώ ζάλη, σκοτοδίνη («μέ ζαλίζει το κρασί») 2. μτφ. στενοχωρώ, ενοχλώ, σκοτίζω κάποιον (μέ ζάλισε με την κουβέντα του») 3. προκαλώ νύστα, αποκοιμίζω 4. προκαλώ συγκίνηση, αναστατώνω κάποιον 5. παθ. ζαλίζομαι και ουμαι α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”